- λοχεύτρια
- λοχεύτρια, ἡ (ΑM [λοχεύω]η λεχώνααρχ.1. η μαία, η μαμμή2. μτφ. (για την ποίηση) η μητέρα, η δημιουργός («ἡ τοῡ ψεύδους λοχεύτρια ποίησις», λεξ. Σούδα).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λοχευτρία — λοχευτρίᾱ , λοχεύτρια woman in childbed fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχεύτρια — woman in childbed fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχευτρίας — λοχευτρίᾱς , λοχεύτρια woman in childbed fem acc pl λοχευτρίᾱς , λοχεύτρια woman in childbed fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχεύτριαν — λοχεύτρια woman in childbed fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)